- ασημόπετρα
- η пробирный, пробный камень
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασημόπετρα — η η λυδία λίθος, με την οποία δοκιμάζονται τα χρυσά και τα ασημένια κοσμήματα … Dictionary of Greek
ασήμι — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 290 μ., 1.215 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόφινα. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ., 14 κάτ.) στην πρώην επαρχία… … Dictionary of Greek
μεχέγκι — το λυδία λίθος, ασημόπετρα για τον έλεγχο τής γνησιότητας τού χρυσού και τών πολύτιμων λίθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρ. mehenk] … Dictionary of Greek